-
1 πλάνητες
πλάνηςwanderer: masc nom /voc pl -
2 πλάνης
A wanderer, vagabond, ib. 1029, E.IT 417, Isoc.19.6 : c. gen., πόντου πλάνητες roamers of the sea, Trag.Adesp.100.2 πλάνητες ἀστέρες planets, X.Mem. 4.7.5, Arist.Mete. 342b28 ; and, simply, οἱ π. Id.APo. 78a30,Fr. 196, Plu.2.604a, etc.; τοὺς ἀστέρας τοὺς ἐνδεδεμένους, τοὺς δὲ π. Arist. Cael. 290a19.3 πλάνητες [ πυρετοί] fevers that come in irregular fits, Hp.Epid.1.6, Aph.3.22; cf.πλανήτης 11.2
.II as Adj.,ἄπορος καὶ π. βίος Plu.Brut.33
;π. ὅμιλος Polem.Call.18.56
: as fem.,πλάνητα πτῆσιν Luc.Musc.Enc.9
. -
3 πλάνης
πλάνης, ητος, ὁ, der Herumirrende, Herumschweifende; ἐπὶ ϑητείᾳ πλάνης, Soph. O. R. 1029; οἳ φέρονται πλάνητες, Eur. I. T. 417, erro; ἄνϑρωποι, Strab. 12, 7, 3; πλάνητες ἀστέρες, die Irrsterne, Planeten, Xen. Mem. 4, 7, 5 u. Sp.
-
4 αστηρ
1) звезда(ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς Hom.; Σείριος ἀ. Hes.; ἀστέρες πλάνητες Arst.)
2) метеор(διατρέχοντες ἀστέρες Arph.)
3) небесное знамение(ἀστέρα εἷναι Hom.)
4) метеорит(ἀ. πέτρινος Diog.L.)
5) сигнальный огонь, пламя(δόλιον ἀστέρα λάμψαι Eur.)
6) перен. светило, светоч, краса(ἀ. πατρίδος Plut.)
7) зоол. морская звезда ( Stella marina или Asterias) Arst.8) астер ( род самосветящегося камня) Plut. -
5 στιλβω
1) блестеть, лосниться(ἐλαίῳ Hom.)
2) сиять, блистать, сверкать(κάλλεϊ Hom.; ὅπλοις Eur.)
στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Arph. — со сверкающими на спине крыльями;αἰγλῆεν σ. HH. — ярко сиять;σ. ἀστραπάς Eur. — метать (глазами) молнии3) мерцать(οἱ πλάνητες οὐ στίλβουσιν Arst.)
-
6 θέρος
A summer,χείματος οὐδὲ θέρευς Od.7.118
; ; ἐν θέρει, opp. ἐνψύχει, S.Ph.18; θέρεϊ or θέρει, Il.22.151, Hes.Op. 640; τὸ θέρος during the summer, Hdt.1.202; τοῦ θέρεος in the course of it, Id.2.24;τοῦ θέρους Ar.Fr. 463
; θέρεος or θέρους (without the Art.), Hes.Op. 462, Pl.Phdr. 276b, al.;τοῦ παρεστῶτος θέρους S.Ph. 1340
;τοῦ θ. εὐθὺς ἀρχομένου Th.2.47
;κατὰ θέρους ἀκμήν X.HG5.3.19
; θ. μεσοῦντος about mid summer, Luc.Hist.Conscr.1; esp. in Th., campaigning-season, , cf. 2.31, 6.8;τοσαῦτα μὲν ἐν τῷ θ. ἐγένετο 2.68
.II summerfruits, harvest, crop,θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ar.Eq. 392
, cf. D.53.21, AP11.365.3 (Agath.): pl., crops,PFlor.
150.5 (iii A.D.); θέρη σταχύων the ripe ears, Plu.Fab.2: metaph.,πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος A.Pers. 822
, cf. Ag. 1655;τὸ γηγενὲς δράκοντος.. θ. E.Ba. 1026
; of a horse's mane, v. θερίζω 1.3; of a youth's beard, Call.Del. 298, AP10.19 (Apollonid.); alsoτέμνεται τὸ ἱερὸν καὶ ἀπόρρητον θ. τοῦ θεοῦ Τάλλου Jul.Or.5.168d
.III Astron.,τὸ μέγα θ., ὅταν πάντες οἱ πλάνητες ἐν θερινῷ ζῳδίῳ γένωνται Olymp.in Mete.111.30
. -
7 θούσχοινοι
θούσχοινοι ἢ θόσχοινοι ἅρπαγες, πλανῆτες, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θούσχοινοι
-
8 μένω
Aμενέμεν Il.5.486
; Arc. [tense] pres. part. (Tegea, iv B.C.); [dialect] Ep., [dialect] Ion. [tense] impf.μένεσκον Il.19.42
, Hdt.4.42: [dialect] Ep., [dialect] Ion. [tense] fut.μενέω Il.19.308
, Hdt.4.119; [dialect] Att. , etc.: [tense] aor.ἔμεινα Il.15.656
, etc.: [tense] pf.μεμένηκα D.18.321
; cf. [full] μίμνω:—stay, wait:I stand fast, in battle,οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν Il.16.659
;μενέω καὶ τλήσομαι 11.317
; φεύγειν μηδὲ μένειν Orac. ap.Hdt.1.55, cf. X.Cyr.3.3.45, S.OT 295;ἐμπέδως μ. A.Ag. 854
; ; μ. κατὰ χώραν, of soldiers, Th.4.26.2 stay at home, stay where one is, Il.16.838;ἔντοσθε μένοντες Hes.Th. 598
;μ. αὐτοῦ Hdt.8.62
; ;εἴσω δόμων Id.Th. 232
;κατ' οἶκον E.IA 656
;ἐν δόμοις Pi.N.3.43
, S.Aj.80; .b lodge, stay,παρὰ ματρί Pi.P.4.186
;πρὸς τοὺς γονέας Hp. Ep.13
;ἐκεῖ Plb.30.4.10
codd. (fort. οἴκοι), cf. Alciphr.3.5.c μ. ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο stay away, be absent from.., Il.2.292;ἀπὸ πτολέμοιο 18.64
: and so abs., to be a shirker, .d οἱ μένοντες, opp. οἱ φεύγοντες (exiles), IG12.10.27.3 stay, tarry,ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.17.570
;μενέουσι, εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν Il.9.45
; loiter, be idle, 11.666, A.Pers. 796;οἱ μένοντες X.An.4.4.19
, etc.4 of things, to be lasting, remain, stand,στήλη μένει ἔμπεδον Il.17.434
;ἀσφαλὲς αἰὲν.. μένει οὐρανός Pi.N.6.4
;τάδ' αἰανῶς μένοι A.Eu. 672
;αἰῶνα δ' ἐς τρίτον μένει Id.Th. 744
(lyr.); opp. φέρεσθαι, Pl.Phdr. 261d; εἰ μηδὲν μένει if nothing is fixed, Id.Cra. 440a;τὴν μεμενηκυῖαν κρίσιν Phld.Sto.339.15
; οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) having no proper motion, opp. οἱ πλάνητες, Arist.Cael. 290a21;μένων κύκλος Autol.12
, al., Ptol.Hyp.1.3; μένουσιν ἀριστοκρατίαι are stable, permanent, Arist.Pol. 1308a3.5 of condition, remain as one was, of a maiden, Il.19.263; τῶν βεβαίως μοι φίλων μενόντων Ps.-Philipp. ap. D.12.11;τὸ νόμισμα βούλεται μένειν Arist.EN 1133b14
: generally, stand, hold good,ἢν μείνωσιν ὅρκοι E.Andr. 1000
;μένειν τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην Hdt.4.201
; ; μ. τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ Arist.EN 1167b7; of circumstances,οὐ μενεῖν κατὰ χώραν τὰ πράγματα Th.4.76
; οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μ., of prosperity, Hdt.1.5;μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι S.Ant. 169
; μ. ἐπὶ τούτων [ἃ κατέστραπται] remain contented with.., D.4.9;μ. ἐπὶ τούτοις Isoc.8.7
; ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μ. be content with.., Pl.R. 466c, cf. 496b;μ. ἐλεύθερον Men. 145
; of wine, keep good, Plb.12.2.8.6 abide by an opinion, conviction, etc.,ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ Pl.Prt. 356e
; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lex ap.D.21.94; ὁ μένων the party which observes an engagement, PTeb.391.24 (i A.D.).7 impers. c. inf., it remains for one to do,μένει.. ἐκτίνειν θέμιν A.Supp. 435
(lyr.); .II trans., of persons, await, expect (cf. μίμνω), ἡμέρας μεῖναι φάος Id.Rh.66
;τοὺς Ἰλλυριούς Th.4.124
, cf. 8.78; esp. await an attack without blenching,Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδὲ φέβοντο Il.5.527
, cf. A.Th. 436; of a rock, bide the storm, Il.15.620;ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ E.Ph. 740
: reversely of things, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει awaits him, A.Ch. 103; ἐπίξηνον μένει (sc. με) Id.Ag. 1277; ;δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν Act.Ap.20.23
.2 c. acc. et inf., wait for, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wait ye for the Trojans to come nigh? Il.4.247;οὐ μενῶ πόσιν μολεῖν E.Andr. 255
; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν they waited for evening's coming on, Od.1.422, etc.;οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Pi.P.3.16
; τί μένεις.. ἰέναι; why wait to go? Thgn.351; μένω δ' ἀκοῦσαι I wait, i.e. long, to hear, A.Eu. 677, cf. Ag. 459 (lyr.). (Cf. OPers. man- 'wait', Lat. maneo.) -
9 πλαγκτός
A wandering, roaming, of ships, Id.Pers. 277 (lyr.) ;πλαγκτὰ δ' ὡσεί τις νεφέλα E.Supp. 961
(lyr.); π. ὕδωρ, of the Euripús, AP9.73 (Antiphil.) ; ἰός ib.6.75 (Paul. Sil.); πλαγκτὰν ὁδόν a devious route, Hymn.Is.149.b π. ἄστρὰ, = πλάνητες, Alex.Eph. ap. Theo Sm.p.140 H.2 metaph., wandering in mind, erring, distraught, Od.21.363, A.Ag. 593.II Πλαγκταὶ πέτραι rocks near Scylla and Charybdis, Od.12.59sqq., 23.327; later identified with the Συμπληγάδες or Κυάνεαι of the Bosporus, Hdt.4.85, Arr.Peripl.M.Eux.25, Eratosth. ap. Sch.E.Med.2, etc.; but also with the volcanic islands of Lipari, A.R.4.924, cf. Apollod.1.9.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαγκτός
-
10 πλανητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλανητός
-
11 πλάνης
πλάνης, ητος, ὁ, der Herumirrende, Herumschweifende; πλάνητες ἀστέρες, die Irrsterne, Planeten -
12 πλανήτης
πλανήτης, ου, ὁ (πλάνης; Soph. et al.; Vett. Val. 65, 4; Hos 9:17; Jos., Ant. 3, 145; Tat.; Ath. 23, 2) wanderer, roamer used as subst. and adj. in our lit. only in the combination ἀστέρες πλανῆται (Aristot., Meteor. 1, 6; Plut., Mor. 604a; 905c f; Ps.-Lucian. Astrol. 14, Salt. 7 al.; PGM 7, 513, mostly of the planets, which appeared to ‘wander’ across the skies among the fixed stars) in imagery, w. tradition such as En 18:15f as background: wandering stars Jd 13 (the v.l. πλάνητες [s. πλάνης] is by no means rare in other lit., e.g. X., Mem. 4, 7, 5; Aristot., Met. 342b, 28 in just this combination).—S. ἀστήρ end. DELG s.v. πλανάομαι. M-M. TW.
См. также в других словарях:
πλάνητες — πλάνης wanderer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη … Dictionary of Greek
δευτερεύοντες πλανήτες — (Αστρον.). Άλλη ονομασία των δορυφόρων, δηλαδή των ουράνιων σωμάτων που περιφέρονται γύρω από ένα άλλο σώμα, τόσο μεγάλο ώστε το κέντρο μάζας του συστήματος να βρίσκεται μέσα στο μεγαλύτερο σώμα. Οι δ.π. ονομάζονται και σελήνες. Βλ. λ. δορυφόροι … Dictionary of Greek
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
διαφυγής, ταχύτητα — (Αστρον.). Η ελάχιστη ταχύτητα που πρέπει να αποκτήσει ένα σώμα, ώστε, όταν εκτοξεύεται από την επιφάνεια ενός πλανήτη, να απομακρυνθεί από αυτόν χωρίς η δύναμη της βαρύτητας του πλανήτη να μπορεί να το συγκρατήσει και να το επαναφέρει στην… … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
μορένες ή λιθώνες — Υλικά πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν από τους παγετώνες και δημιούργησαν τα μορενικά ή λιθωνικά αποθέματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μορενικά υλικά (ετερογενή ως προς τις διαστάσεις και τη λιθολογική τους σύσταση) προέρχονται… … Dictionary of Greek
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia